
ικαρια is our life
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιστορική εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ικαρία έχει κατοικηθεί πριν από το 7.000 π.Χ., όταν εγκαταστάθηκαν Νεολιθικοί προ των Ελλήνων κάτοικοι που οι μετέπειτα Έλληνες αποκαλούσαν Πελασγούς. Γύρω στο 750 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο αποίκισαν την Ικαρία ιδρύοντας εγκαταστάσεις στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Κάμπος, την οποία τότε αποκαλούσαν Οινόη για το κρασί της. Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Ικαρία συνενώθηκε με τη Σάμο και αποτέλεσε τμήμα της θαλάσσιας αυτοκρατορίας του Πολυκράτη. Εκείνη την εποχή χτίστηκε ο ναός τηςΑρτέμιδος στο Να, στη βορειοανατολική γωνία του νησιού. Ο Νας ήταν ιερός τόπος και για τους Προέλληνες κατοίκους του Αιγαίουκαι ένα σημαντικό λιμάνι του νησιού στην αρχαιότητα, ο τελευταίος σταθμός πριν εξερευνηθούν οι επικίνδυνες θάλασσες γύρω από την Ικαρία. Ήταν ένα κατάλληλο μέρος για τους ναυτικούς να κάνουν θυσίες στην Άρτεμη, η οποία εκτός των άλλων ήταν και προστάτης των θαλασσοπόρων. Ο ναός διατηρούνταν σε καλή κατάσταση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους κατοίκους του χωριού Χριστός Ραχών, οι οποίοι πήραν το μάρμαρο προκειμένου να φτιάξουν ασβέστη για την εκκλησία στο χωριό τους. Το 1939 έγιναν ανασκαφές στην περιοχή από τον Έλληνα αρχαιολόγο Λίνο Πολίτη. Κατά την Γερμανική και Ιταλική κατοχή της Ικαρίας κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά από τα τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί από τον Πολίτη εξαφανίστηκαν. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση υπάρχουν ακόμα μαρμάρινα αγάλματα κάτω από την άμμο της παραλίας.
Το 14ο αιώνα μ.Χ. η Ικαρία ήταν κομμάτι της Γενοβέζικης αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Σε κάποια στιγμή αυτής της περιόδου οι Ικαριώτες κατέστρεψαν τα λιμάνια τους ώστε να αποτρέψουν την απόβαση των ανεπιθύμητων επισκεπτών. Σύμφωνα με τους ντόπιους ιστορικούς, οι Ικαριώτες, βασισμένοι σε δικές τους κατασκευές, έχτισαν επτά πύργους-παρατηρητήρια κατά μήκος της ακτής. Μόλις εμφανιζόταν εχθρικό ή άγνωστο σκάφος, οι παρατηρητές άναβαν αμέσως φωτιά και έτρεχαν σε μία δεξαμενή η οποία ήταν πάντα γεμάτη με νερό. Τραβούσαν ένα ξύλινο βούλωμα το οποίο υπήρχε στη βάση και το νερό φυσικά διέρρεε. Οι φρουροί των άλλων παρατηρητηρίων ειδοποιούνταν από τη φωτιά ώστε να κάνουν ταυτοχρόνως το ίδιο. Στο εσωτερικό κάθε δεξαμενής σε κάθε κάστρο υπήρχαν πανομοιότυπες γραμμές με εκείνες στα σκεύη που χρησιμεύουν ως μεζούρες. Κάθε μια από αυτές τις διαμετρήσεις είχε και ένα διαφορετικό μήνυμα συνημμένο πάνω της: «επίθεση πειρατών», «προσέγγιση αγνώστου σκάφους», κλπ. Όταν το επίπεδο του νερού έφτανε στο κατάλληλο μήνυμα, οι «αποστολείς» επανατοποθετούσαν το βούλωμα στη δεξαμενή και έσβηναν τη φωτιά κι έτσι ο καθένας στους άλλους πύργους μπορούσε να διαβάσει το μέγεθος και την εγγύτητα του εκάστοτε κινδύνου. Άλλωστε οι πύργοι στα υψώματα του νησιού, όπως στου Δρακάνου, αποτελούσαν μέρος του δικτύου επικοινωνίας των νησιών μέσω φωτιών από την Αθηναϊκή συμμαχία ακόμη. Παρά ταύτα, μόλις τα τελευταία χρόνια το νησί έχει αρχίσει και συνδέεται με ταχύπλοα που μειώνουν κατά πολύ τις αποστάσεις και το φέρνουν στην πρώτη γραμμή του εναλλακτικού, νησιωτικού τουρισμού.
Εθνικός Ύμνος Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας
Από το δώμα του Πλάστη σταλμένη Και τα σίδερα σκίζει, σκορπάει Και κινώντας το κάτασπρο χέρι (Ποίηση: Φραγκίσκος Καρρέρ, |
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου οι Ικαριώτες σπανίως έχτιζαν χωριά με την συγκεντρωμένη μορφή που γνωρίζουμε. Κάθε σπίτι ήταν χαμηλό, με ένα δωμάτιο, με σκεπή από πέτρινες πλάκες, και βρίσκονταν απομακρυσμένο από τα γειτονικά. Είχε μόνο μια χαμηλή πόρτα και ήταν φραγμένο από την πλευρά της θάλασσας με ψηλούς τοίχους, ενώ υπήρχε ένα στην στέγη (ο ανεφάντης). Επειδή η καμινάδα με τους καπνούς θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξή του, πολλές φορές κλείνονταν. Ο καπνός διαχεόταν από τις πλάκες της στέγης χωρίς να γίνεται ορατός, καθαρίζοντας ταυτόχρονα τα ξύλα της στέγης από έντομα. Τα δωμάτια περιείχαν τα απολύτως απαραίτητα όπως τον χειρόμυλο και το τσουκάλι. Η παράδοση υποστηρίζει πως όλοι κοιμόντουσαν στο πάτωμα και έκρυβαν τα υπάρχοντά τους μέσα σε σχισμές στους τοίχους. Άντρες και γυναίκες φορούσαν σχεδόν τα ίδια ρούχα: υφαντές λινές φούστες για τις γυναίκες, ένα είδος φουστανέλας για τους άντρες. Αργότερα καθιερώθηκε η βράκα και το γιλέκο για τους άνδρες και η αντίστοιχη παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά. Αυτός ο τρόπος ζωής συντελούσε στη μακροζωία και στην αταξικότητα. Κάθε σπίτι ήταν αυτάρκες, χρησιμοποιώντας τον ζωτικό χώρο γύρω του για καλλιέργεια των απαραίτητων, οι γυναίκες συμμετείχαν στις εργασίες και στην κοινωνική ζωή. Τα χωριά δημιουργούνταν σιγά-σιγά από απόγονους μιας αρχικής οικογένειας, που εξαπλωνόταν. Παρ' όλη την αραιοκατοίκηση, η συνεκτικότητα της κοινωνίας ήταν μεγάλη. Υπήρχαν τα πανηγύρια, ομαδικές εργασίες, και τα συμβούλια των γηραιότερων που έπαιρναν τις αποφάσεις. Ο τρόπος ζωής και η αρχιτεκτονική αυτή διατηρήθηκαν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, και πολλά στοιχεία μέχρι τις μέρες μας.
Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, που είχαν την βάση τους στη Ρόδο, ασκούσαν εξουσία στην Ικαρία μέχρι το 1521 που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ικαρία στις κτήσεις της. Τότε επιδεινώθηκε το πρόβλημα της πειρατείας, οπότε οι κάτοικοι του νησιού εφάρμοσαν την πρακτική της αφάνειας: τραβήχτηκαν στα ορεινά του νησιού, κρύβοντας τους οικισμούς, αλλά και τις κατοικίες τους. Για την αντιπειρατική άμυνα, εκτός από την "αφάνεια" (αραιοκατοίκηση και απόκρυψη των κατοικιών), υπήρχαν παρατηρητήρια - βίγλες, διάφορα σημεία συγκέντρωσης και άμυνας του πληθυσμού σε περίπτωση επιδρομών (οροπέδια αόρατα από την θάλασσα), και κοινές κρυμμένες προμήθειες για χρήση σε ώρα ανάγκης. Η κλοπή τους τιμωρούνταν από το ιδιαίτερο εθιμικό δίκαιο της εποχής ακόμη και με θάνατο. Υπάρχουν τέλος αναφορές για επίθεση των κατοίκων σε ανεπιθύμητους επισκέπτες των ακτών, ακόμη και σε ναυαγούς. Οι Ικαριώτες λύντσαραν τον πρώτο Τούρκο φοροεισπράκτορα, αλλά κατά κάποιον τρόπο κατόρθωσαν να παραμείνουν ατιμώρητοι. Η συγκεκριμένη ιστορία, όπως έχει διατηρηθεί στην προφορική παράδοση, μιλάει για έναν Οθωμανό Αγά, που για να μετακινηθεί έβαλε δύο Ικαριώτες να τον κουβαλήσουν στα χέρια, πάνω σε ένα φορείο. Οι Ικαριώτες μην αντέχοντας τον εξαναγκασμό, τον έριξαν στο γκρεμό, στην περιοχή Κακό Καταβασίδι. Οι τουρκικές αρχές συγκέντρωσαν τον πληθυσμό και ρώτησαν ποιοι ήταν οι δράστες, αλλά έλαβαν την απάντηση "ούλοι εμείς εφέντη". Η φράση έμεινε παροιμιώδης, τονίζοντας την αλληλεγγύη της κοινωνίας εκείνη την εποχή.
Οι Τούρκοι επέβαλλαν ένα πολύ χαλαρό καθεστώς διοίκησης, δεν έστειλαν αξιωματούχους στην Ικαρία για αρκετούς αιώνες. Η καλύτερη καταγραφή που διαθέτουμε για το νησί κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων χρόνων είναι από τον κονδυλοφόρο του επισκόπου Ιωσήφ Γεωργειρήνη που το 1677 περιέγραψε το νησί με 1.000 κατοίκους οι οποίοι ήταν οι φτωχότεροι στο Αιγαίο. Το 1827 η Ικαρία αποσπάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά αναγκάστηκε να αποδεχτεί την Τουρκική διοίκηση κάποια χρόνια μετά και παρέμεινε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως τις 17 Ιουλίου 1912 όταν εξεδίωξε μια μικρή τουρκική φρουρά κατά τη διάρκεια της Ικαριακής Επανάστασης. Την 17η Ιουλίου του 1912 οι επαναστάτες εξεδίωξαν τις μικρές τουρκικές φρουρές, με αρχηγό τον Γιατρό Μαλαχία και πεσόντα ήρωα τον Γεώργιο Σπανό, του οποίου το μνημείο βρίσκεται έξω από το χωριό Χρυσόστομος και το άγαλμα του στον Εύδηλο. Εξαιτίας τωνΒαλκανικών πολέμων, η Ικαρία αδυνατούσε να συνενωθεί με την Ελλάδα μέχρι το Νοέμβριο του αυτού έτους. Για 5 μήνες παρέμεινε ανεξάρτητη πολιτεία, με τις δικές της ένοπλες δυνάμεις, σφραγίδες και ύμνο και το όνομα "Ελευθέρα Πολιτεία Ικαρίας". Αυτοί οι πέντε μήνες ανεξαρτησίας ήταν δύσκολοι. Οι ντόπιοι είχαν έλλειψη σε προμήθειες, δεν είχαν συχνή συγκοινωνία και ταχυδρομικές υπηρεσίες, ενώ κινδύνευαν να γίνουν κομμάτι της Ιταλικής Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Με απόφαση της εθνοσυνέλευσης ενώθηκε με την Ελλάδα.
Η πρώτη σημαία της ελευθέρας πολιτείας Ικαρίας ήταν μπλε με έναν λευκό σταυρό στη μέση.
Χαρακτηριστική απασχόληση των Ικαριωτών από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν η παραγωγή και εμπορία ξυλοκάρβουνου. "Κομπανίες" Ικαριωτών ταξίδευαν για μήνες αρχικά στην Μικρά Ασία και μετά το 1922 σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας για τον σκοπό αυτό. Στη συνέχεια η μεγάλη μετανάστευση, κυρίως στις Η.Π.Α., περιόρισε και μηδένισε τη δραστηριότητα αυτή. Η παροικία των Ικαρίων στις Η.Π.Α. είναι σήμερα μεγάλη και ιδιαίτερα δυναμική, εξακολουθεί δε να έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τον γενέθλιο τόπο.
Το νησί είχε τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή. Δεν υπάρχουν ακριβή νούμερα ως προς το πόσοι άνθρωποι λιμοκτόνησαν, αλλά στο χωριό Καραβόσταμο πάνω από 100 άτομα πέθαναν από ασιτία. Από τότε στο νησί, η πλειονότητα των κατοίκων είναι φίλα προσκείμενη στον Κομμουνισμό, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το νησί ως τόπο εξορίας για περίπου 13.000 κομμουνιστές από το 1945 έως το 1949. Τόπος εξορίας ήταν άλλωστε και παλαιότερα κατά τον Μεταξά, αλλά και κατά τη βυζαντινή περίοδο όπου αυτοκρατορικές οικογένειες εξορίζονταν στο νησί. Υπήρχε έτσι η προκατάληψη στους απλούς ανθρώπους να μην παντρεύονται με ανθρώπους από γειτονικά νησιά, θεωρώντας τους εαυτούς τους γαλαζοαίματους. Μέχρι σήμερα η Ικαρία ονομάζεται Κόκκινο Νησί ή Κόκκινος Βράχος, εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων των κατοίκων. Η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε σημαντικά μετά το 1960 όταν η Ελληνική Κυβέρνηση ξεκίνησε να επενδύει στην υποδομή των νησιών προκειμένου να προωθηθεί ο τουρισμός. Ακόμα και τώρα όμως, η Ικαρία θεωρείται από τα "ξεχασμένα" νησιά και οι ντόπιοι βασίζονται στα έσοδα που έχουν από τις διάφορες εκδηλώσεις για τη βελτίωση της τοπικής υποδομής. Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη σε έργα ρυμοτομικού χαρακτήρα, λόγω της βραχώδους και απότομης μορφολογίας που τα καθιστά πολυδάπανα.
Δημιουργήστε τη δική σας ιστοσελίδα δωρεάν: https://www.webnode.gr